ἀποσκορακισμός

ἀποσκορακισμός
-οῦ N 2 0-0-1-0-0=1 Is 66,15
abjuration, renunciation, repudiation; neol.
Cf. CAIRD 1968b=1972 118

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀποσκορακισμός — casting off utterly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκορακισμόν — ἀποσκορακισμός casting off utterly masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσκοράκιση — η κ. σκορακισμός, ο (Α ἀποσκορακισμός) νεοελλ. (για αρχαία κείμενα) η αποβολή, η απόρριψη των χωρίων που δεν θεωρούνται γνήσια, ο εξοβελισμός αρχ. πλήρης αφαίρεση, αποβολή, απόρριψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”